- χείμαρρος
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.).
* * *ο / χείμαρρος, -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Ατο αρσ. ως ουσ.1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, συνήθως σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο λειώσιμο τού χιονιού2. μτφ. (σε παρομοίωση) ορμητικός, ασταμάτητος (α. «έπεσε σαν χείμαρρος επάνω τουβ. «ὥσπερ χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», Δημοσθ.γ. «πλεκτάνη χειμάρροος», Αισχύλ.)νεοελλ.μτφ. (για πρόσ.) ευφραδής («όταν μιλάει στη βουλή, είναι σωστός χείμαρρος»)αρχ.1. αυτός που ρέει κατά τον χειμώνα2. το αρσ. ως ουσ. α) ποτάμιο ρεύμα ή ποταμόςβ) αγωγός νερού, οχετός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + -ρρους /-ρροος / -ρρος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμό-ρροος, κατά-ρρους].
Dictionary of Greek. 2013.